ηλιοστάτης

ηλιοστάτης
ο астр. гелиостат

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ηλιοστάτης" в других словарях:

  • ηλιοστάτης — Βοηθητικό αστρονομικό όργανο, με σύστημα φακών που στρέφονται κατάλληλα και παρακολουθούν τον Ήλιο, έτσι ώστε οι ηλιακές ακτίνες να κατευθύνονται μόνιμα προς μία κατεύθυνση, ανεξάρτητα από την ορατή κίνηση του Ήλιου στη διάρκεια της ημέρας. Είναι …   Dictionary of Greek

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φυσικών Επιστημών και Τεχνολογίας (Αθηνών) — Ανήκει στη Σχολή Θετικών Επιστημών και στο Τμήμα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στεγάζεται στο κτίριο του Παλαιού Χημείου του Πανεπιστημίου (Σόλωνος 104), το οποίο χτίστηκε το 1887 σε σχέδια του Βαυαρού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ. Αυτό… …   Dictionary of Greek

  • -stat — comb. form forming nouns with ref. to keeping fixed or stationary (rheostat). Etymology: Gk statos stationary * * * ˌstat, usu ad.+V noun combining form ( s) Etymology: New Latin stata, from Greek statēs one that causes to stand, from the stem of …   Useful english dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»